- εξοκέλλω
- (AM ἐξοκέλλω)1. (για πλοία και ναυτικούς) πέφτω στην ξηρά ξεφεύγοντας από την ορθή πορεία, προσαράσσω, ναυαγώ2. μτφ. παρασύρομαι, παρεκτρέπομαιαρχ.-μσν.1. (για συμφορά, αρρώστια κ.λπ.) πέφτω κατακέφαλα, χτυπώ ξαφνικά2. παρασύρω κάποιον στην καταστροφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + οκέλλω «θέτω σε κίνηση»].
Dictionary of Greek. 2013.